Η εικόνα της Πεντηκοστής στο φως της ορθόδοξης ερμηνείας
από τον Λεωνίδα Ουσπένσκυ
Λ. Ουσπένσκυ, Η εικόνα στο φως της Ορθόδοξης ερμηνείας,
μτφρ. και έκδοση Σπυρίδων Μαρίνης, Αθήνα 1999.
[…]
Ας έλθουμε τώρα στο περιεχόμενο των εικόνων της Πεντηκοστής και ιδιαίτερα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος επί των αποστόλων. Αρχικά ας πούμε σύντομα γιατί η Κυριακή της Πεντηκοστής είναι αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα. Η αποκάλυψη του τρίτου Προσώπου της Τριάδος έγινε όταν ήλθε στον κόσμο και ειδικότερα μέσα στην Εκκλησία, την πεντηκοστή ημέρα μετά την Ανάσταση του Χριστού. Η υποστατική αυτή έλευση του Αγίου Πνεύματος αποτελεί την συνέπεια της οικονομίας του δεύτερου θείου Προσώπου: «Αυτός ούν εστι Θεός σαρκοφόρος και ημείς άνθρωποι πνευματοφόροι» λέει ο άγιος Αθανάσιος ο Μέγας(61). Η εξαγορασμένη με το αίμα του Χριστού ανθρώπινη φύση γίνεται ικανή να δεχθεί το Άγιο Πνεύμα, ικανή να πραγματώσει τον ανώτατο στόχο της κτίσης που είναι η θέωση, δηλαδή η τέλεια ένωση Θεού και ανθρώπου εν χάριτι. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού το Πνεύμα το Άγιο κατήλθε την ημέρα της Πεντηκοστής. «Διατί αυτό ήταν ο σκοπός και το τέλος όλης της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού, δια να λάβουν Πνεύμα Άγιον», λέει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος(62). Άρα η θέωσις, «του Πνεύματος η ενέργεια (είναι)… δι’ ης Τριάς γνωρίζεται»(63). Δεχόμενος τα καθαγιασμένα δώρα του Αγίου Πνεύματος ο άνθρωπος γίνεται μέτοχος της τριαδικής ζωής, γιατί η γνώση είναι κοινωνία ζωής και η πρόγευση της θέωσης είναι πρόγευση της μέλλουσας ζωής μέσα στην Αγία Τριάδα, αφού «μετά του Αγίου Πνεύματος έρχονται προς ημάς και θεωρούνται ο Υιός μετά του Πατρός», λέει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος(64)• ή πάλι κατά την ρήση του αγίου Βασιλείου του μεγάλου «ο το Πνεύμα ελκύσας δι’ αυτού και τον Υιόν και τον Πατέρα συνεφειλκύσατο…»(65) Έτσι το τριαδικό δόγμα δεν γίνεται μία αφηρημένη διδασκαλία, μία γνωστική αλήθεια μέσω ενός εγκεφαλικού συλλογισμού, κατά το παράδειγμα των αληθειών που μελετούν οι επιστήμες. Δεν πρόκειται για μια εξωτερική διδασκαλία που μας οδηγεί στην γνώση της Αγίας Τριάδος, αλλά μια ζωντανή εμπειρία της χριστιανικής ζωής, της οποίας μαρτυρίες έχουμε μέσα στην ζωή και τα έργα των Πατέρων.
Όσοι έλαβαν τον Παράκλητο την ημέρα της Πεντηκοστής, τον έλαβαν ως μέλη ενός καινού σώματος που το αίμα του Χρίστου εξαγόρασε ως Εκκλησία. Επομένως, η Εκκλησία είναι η εκπλήρωση της οικονομίας της Τριάδος, η αποκάλυψη του Πατρός μέσα στο έργο του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Είναι εικόνα της Τριάδος, ενότης εν πολλαπλότητι Υποστάσεων κατ’ εικόνα της θείας τριενότητας, που η Πεντηκοστή ολοκληρώνει την σύστασή της. Γι’ αυτό είναι φυσικό ως πρώτη ημέρα της εορτής (της καθόδου του Αγίου Πνεύματος), ν’ αφιερώνεται στον εορτασμό της Αγίας Τριάδος• και είναι ακόμη φυσικό στην Εκκλησία μας να παίρνει η γιορτή το όνομά της ακριβώς από την Αγία Τριάδα. Η ονομασία αυτή προέρχεται από την σημασία του ίδιου του γεγονότος: Η λύτρωση του ανθρωπίνου γένους πραγματώθηκε διά της θελήσεως και της ενεργείας που είναι κοινή στα τρία θεία Πρόσωπα. Επομένως η θέωση του ανθρώπου πραγματοποιείται διά της κοινής θελήσεως και ενεργείας της Τριάδος. Την ήμερα της Πεντηκοστής η ίδια η τριαδική ζωή κατέρχεται επί της γης και γίνεται ζωή του ανθρώπου• η Τριάς, στην οποία οφείλουμε την σωτηρία και την θέωσή μας, γίνεται το θεμέλιο της εκκλησιαστικής ζωής. Το κύριο θεολογικό θέμα της εορτής είναι η αποκάλυψη του τριαδικού δόγματος και η εικόνα της Αγίας Τριάδος με την μορφή τριών Αγγέλων, πού προσκυνείται την ημέρα της Πεντηκοστής.
Η εικόνα αυτή συνδέει, για να το πούμε έτσι, την αρχή της Εκκλησίας, την Παλαιά Διαθήκη —την υπόσχεση στον Αβραάμ —, και την στιγμή που συνίσταται πλήρως η Εκκλησία της Καινής Διαθήκης. Η αρχή της θεϊκής υπόσχεσης συναντά την ολοκλήρωσή της την ημέρα της Πεντηκοστής, όπου ο άνθρωπος δέχεται την υπέρτατη αποκάλυψη του ενός τριαδικού Θεού.
Όσον αφορά στην εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος εκτίθεται την δεύτερη ημέρα, του Αγίου Πνεύματος, ημέρα αφιερωμένη στον Παράκλητο. Η εικονογραφία της παράστασης, καθώς και το περιεχόμενό της, καλύπτουν και τις δύο ημέρες της εορτής. Όπως θα δούμε, ξεπερνούν τα πλαίσια του εορταζόμενου γεγονότος όπως και η ίδια η Πεντηκοστή.
Η εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος εικονίζει πάντα δώδεκα αποστόλους, και ποτέ ο κανόνας αυτός δεν γνώρισε εξαίρεση μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Είναι προφανές ότι ο αριθμός δώδεκα των εικονιζόμενων προσώπων (ο «κόσμος» όντας σ’ άλλο επίπεδο δεν μετριέται) έχει κεφαλαιώδη σημασία. Οι δώδεκα απόστολοι, όπως ξέρουμε, ανήκουν στους μόνιμους συντρόφους του Χριστού, τους εκλεγμένους από Εκείνον τον ίδιο. «Και ότε εγένετο ημέρα, προσεφώνησε τους μαθητάς αυτού και εκλεξάμενος απ’ αυτών δώδεκα ους και αποστόλους ωνόμασε» (Λουκ. ς 13. Βλ. επίσης Ματθ. Ι΄1, Μαρκ. Γ΄13-14, Λουκ. Θ΄ 1).
Λίγο πριν από την Πεντηκοστή οι απόστολοι αποκαθιστούν τον αριθμό, δηλαδή την πληρότητα του κύκλου των αποστόλων, εκλέγοντας τον Ματθία (μαθητή του Χριστού ήδη από την αρχή) «λαβείν τον κλήρον της διακονίας ταύτης και αποστολής εξ ης παρέβη ο Ιούδας…» (Πραξ. Α’ 25) (66). Το γεγονός αυτό μας δείχνει ότι για την Κάθοδο του Αγίου Πνεύματος ήταν απαραίτητη η πληρότητα του αποστολικού κύκλου. Δεν αρκούσε μια ομάδα ή κάποια μεμονωμένα πρόσωπα αλλά η πληρότητα: «ήσαν άπαντες ομοθυμαδόν», η σύναξη των μαρτύρων της ζωής, των θαυμάτων και της ανάστασης του Ιησού, στο μέρος που τους είχε υποδείξει: «…υμείς δε καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ έως ου ένδύσησθε δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ. ΚΔ’ 49). Καθώς η εντολή αυτή δόθηκε στους «εκλεγμένους αποστόλους» (Πραξ. Α’ 2) και απαριθμημένους μετά την επιστροφή τους από το όρος των Ελαίων, μας φαίνεται πιο ορθό να κατανοήσουμε τα λόγια των Πράξεων (Β’ 1), «ήσαν άπαντες ομοθυμαδόν», ως μία αναφορά όχι όλων των προσώπων που παρίσταντο στην σύναξη αλλά, όπως το κάνει η σλαβονική μετάφραση, των δώδεκα (με την εκλογή του Ματθία ως αποστόλου) απαριθμημένων αποστόλων του πρώτου κεφαλαίου.
Ο αριθμός δώδεκα μεταφράζει την πληρότητα της νεοδιαθηκικής Εκκλησίας του Σώματος του Χριστού, όπως και οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ αντιπροσώπευαν την πληρότητα της παλαιοδιαθηκικής Εκκλησίας – προεικόνιση της Καινής. Οφείλουμε επομένως να δούμε μέσα στην εικόνα της Πεντηκοστής αυτή την πληρότητα της Εκκλησίας που εκφράζεται συμβολικά δια του αριθμού δώδεκα.
Ο συμβολισμός των αριθμών είναι για μας τώρα νεκρό γράμμα και μοιάζει με μια μάταιη αλληγορία. Ωστόσο υπάρχει μέσα στην Εκκλησία, και δεν αποτελεί βέβαια τυχαίο γεγονός ότι ο αριθμός δώδεκα δεν παραβιάστηκε ποτέ στις ορθόδοξες εικόνες της Πεντηκοστής. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά από το να ξεπεραστεί αυτός ο συμβολισμός, γιατί η Εκκλησία δεν είναι ένα στατικό σχήμα περιορισμένο μέσα σε συγκεκριμένα όρια, αλλά είναι οργανισμός ζωντανός πού μεταβάλλεται. Για τον λόγο αυτό η πληρότητά της δεν εκφράζεται μ’ ένα συγκεκριμένο αριθμό προσώπων που ήσαν παρόντα την στιγμή της καθόδου του Αγίου Πνεύματος ή ακόμα που την συνέθεταν κάποια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, αλλά μόνο συμβολικά μπορεί να εκφραστεί με τον αριθμό δώδεκα. Αυτός ο αριθμητικός συμβολισμός υπογραμμίζει ένα ουσιαστικό δογματικό στοιχείο της Πεντηκοστής – το γεγονός ότι τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος δόθηκαν σ’ ολόκληρη την Εκκλησία, στο σύνολό της. Το Άγιο Πνεύμα, που έλαβε καθένα από τα παρόντα πρόσωπα με την μορφή πύρινων γλωσσών, κατήλθε σ’ όλη την Εκκλησία. Το σύνολο των χαρισμάτων Του δεν δόθηκε σε μια ορισμένη ομάδα ξεχωριστών προσωπικοτήτων, που αποτελούσαν τα μέλη της Εκκλησίας την ιστορική εκείνη στιγμή, αλλά σ’ ολόκληρη την επίγεια Εκκλησία, δηλαδή δια των αποστόλων σ’ ολόκληρη την αποστολική Εκκλησία που απαρτιζόταν από πλήθος ανθρώπων ενωμένων δια του Πνεύματος σε σώμα Χριστού: «εν ενί Πνεύματι ημείς πάντες εις εν σώμα εβαπτίσθημεν» (Α’ Κορ. ΙΒ’ 13). Από την στιγμή εκείνη η Εκκλησία δέχεται την πληρότητα της ζωής της και γίνεται συγχρόνως Σώμα Χριστού και «πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφ. Α’ 23) Αγίου Πνεύματος. Είναι φανερό ότι η σημασία του αριθμού δώδεκα αποκλείει κάθε προσθήκη κι άλλων προσώπων στο ίδιο επίπεδο με τους αποστόλους ή μείωση του αριθμού τους.
Η αντίληψη περί της Εκκλησίας ως σώματος, οργανισμού, προϋποθέτει μια κάποια ιεραρχία στην οργάνωσή της, μια αμοιβαία σχέση ανάμεσα στα μέλη της και στην υπηρεσία τους. Η Ορθοδοξία δεν δέχεται την διαίρεση του ενιαίου σώματος της Εκκλησίας σε Εκκλησία διδάσκουσα και Εκκλησία διδασκομένη αλλά βεβαιώνει την διάκριση ανάμεσα στα διάφορα είδη εκκλησιαστικής διακονίας «καθάπερ γαρ εν ενί σώματι μέλη πολλά έχομεν, τα δε μέλη πάντα ου την αυτήν έχει πράξιν…» το ίδιο και τα μέλη της Εκκλησίας κατά την χάρη που έλαβαν κατέχουν τα διάφορα χαρίσματα και υπηρετούν ανάλογα (Ρωμ. ΙΒ’ 4 και 6).
Εικονίζοντας τους δώδεκα αποστόλους ως αποστολικό κύκλο, η εικόνα μας δείχνει όπως και με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, για τα οποία θα μιλήσουμε στην συνέχεια, σε τι αναβιβάζονται όλα τα λειτουργήματα μέσα στην Εκκλησία: ο χορός των αποστόλων πραγματοποιεί την εξουσία του Χριστού μετά την Ανάληψη, τελεί τα ιερά μυστήρια, ενδεδυμένοι την ίδια δύναμη εξ ύψους (Λουκ. ΚΔ’ 48-49) και την ίδια εξουσία του δεσμείν και λύειν (Ματθ. ΙΗ’ 18, Ιωάν. Κ’ 23). Μ’ άλλα λόγια, οι απόστολοι, που αναπαριστάνονται στην εικόνα ως αποστολικός κύκλος, αποτελούν το θεμέλιο της Εκκλησίας, την κορυφή της ιεραρχίας της• είναι εκείνοι στους οποίους ανέρχεται η διαδοχή της εξουσίας μέσα στην Εκκλησία. Αυτή είναι η ορθόδοξη ερμηνεία και δεν συγκρούεται καθόλου με το νόημα της εορτής της Πεντηκοστής. Αντίθετα, την επιβεβαιώνουν και τα αγιογραφικά αναγνώσματα• το πρώτο αναφέρεται στην εκλογή των εβδομήκοντα ανδρών-βοηθών του Μωυσή, «και συναντιλήψονται μετά σου την ορμήν του λαού και ουκ οίσεις αυτούς συ μόνος» καθώς του είπε ο Κύριος (Αριθμ. ΙΑ’ 16) και το εωθινό ευαγγέλιο της Κυριακής, που επαναλαμβάνει εκείνο του Εσπερινού της πρώτης ημέρας του Πάσχα (Ιωάν. Κ’ 19-23) καταλήγει: «λάβετε Πνεύμα Άγιον άν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, άν τινων κρατήτε, κεκράτηνται». Τέλος, εκείνο που είναι το πιο χαρακτηριστικό από πλευράς νοήματος είναι το Ευαγγέλιο της Δευτέρας της Πεντηκοστής, περί της σωτηρίας των ανθρώπων, της εκκλησιαστικής κρίσης, της αποστολής των ποιμένων απέναντι στο ποίμνιο, της εξουσίας του δεσμείν και λύειν (Ματθ. ΙΗ’ 10-20).
Όλ’ αυτά δεν μειώνουν στο ελάχιστο το κύριο χάρισμα του Αγίου Πνεύματος που δέχθηκαν την ημέρα της Πεντηκοστής, το χάρισμα της θέωσης του ανθρώπου. Ως ανθρώπινο πρόσωπο καθένας από τους αποστόλους δέχεται τον προσωπικό αγιασμό, το χάρισμα της αγιότητας, τις απαρχές της θέωσης. Πάνω σ’ αυτό το θέμα ακριβώς η εικόνα τραβά την προσοχή μας κατά πρώτο λόγο δείχνοντάς μας τους αποστόλους με φωτοστέφανα και μια πύρινη γλώσσα πάνω από τον καθένα. Αλλά ως μέλος του αποστολικού κύκλου καθένας τους είναι φορέας της κοινής δύναμης και αποστολής όλων.
Εδώ βλέπουμε ότι η εικόνα λύνει ένα δύσκολο πρόβλημα. Η ακολουθία της εορτής, όταν μιλά για τους αποστόλους, δεν αναφέρει πουθενά τον αριθμό τους, τον στενό κύκλο των δώδεκα. Μιλά γενικά για αποστόλους έχοντας χωρίς αμφιβολία υπ’ όψιν τους εβδομήκοντα, που έλαβαν επίσης το Άγιο Πνεύμα, την ίδια ημέρα της Πεντηκοστής: «Γλώσσαις αλλογενών εκαινούργησας, Χριστέ, τους σους Μαθητάς, ακούμε, ίνα δι’ αυτών σε κηρύξωσι…»(67). (Δεν αναφέρεται μόνο στους δώδεκα αλλά στους μαθητές Του γενικά) (68). Πώς η εικόνα λύνει αυτό το πρόβλημα; Όπως και η ακολουθία, δεν περιορίζει τον αποστολικό κύκλο στους απαριθμημένους αποστόλους των Πράξεων προσθέτει τρία πρόσωπα, που, όπως είδαμε, δεν συγκαταλέγονται στον κύκλο των δώδεκα: είναι ο απόστολος Παύλος και οι δύο ευαγγελιστές, Μάρκος και Λουκάς. Την ίδια στιγμή καταργεί τρεις απόστολους αντικαθιστώντας τους μ’ άλλους(69). Ο αποστολικός κύκλος διευρύνεται με τον τρόπο αυτό, και συγχρόνως ο σταθερός αριθμός, ορισθείς από τον Θεό, που εξέφραζε την πληρότητα της Εκκλησίας, δεν αλλάζει, αλλά παραμένει πάντα δώδεκα. Η παρουσία του αποστόλου Παύλου μπορεί να ερμηνευθεί από την σημασία που του αποδίδεται ως ενός από τους έξοχους και δυναμικούς αποστόλους καθώς και η παρουσία των ευαγγελιστών Μάρκου και Λουκά από την ευαγγελική τους ιδιότητα. Πράγματι η εικόνα προβάλλει τα πρόσωπα λόγω της θέσης τους μέσα στην Εκκλησία, ωστόσο δεν εξηγεί την αντικατάσταση, εν προκειμένω, των τριών εκλεγμένων από τον ίδιο τον Χριστό αποστόλων. Πιστεύουμε ότι πρέπει ν’ αναζητήσουμε την εξήγηση στα αναγνώσματα της εορτής για τα οποία ήδη μιλήσαμε. Κάθε απόστολος έλαβε την εξουσία του δεσμείν και λύειν τις αμαρτίες• αυτό δεν το έλαβε προσωπικά, ξέχωρα από τους άλλους άλλα ως μέλος του αποστολικού κύκλου• «αναστάς εν μέσω των μαθητών είπεν…». Ο αριθμός των παρόντων αποστόλων δεν σημειώνεται ούτε από τον Ματθαίο (ΙΗ’ 18) ούτε από τον Ιωάννη (Κ’ 19-20)• γνωρίζουμε όμως ότι ο απόστολος Θωμάς ήταν απών. Ούτε η πληρότητα του αποστολικού κύκλου ούτε η πλειονότητα προϋποθέτουν αυτή την εξουσία, η οποία και δεν περιορίζεται στον κύκλο των δώδεκα εκλεγμένων από τον Χριστό αποστόλων αλλά επεκτείνεται και στους άλλους αποστόλους (τους εβδομήκοντα) καθώς και στους διαδόχους τους(70). Η παρουσία του αποστόλου Παύλου και των ευαγγελιστών Μάρκου και Λουκά μπορούν να ερμηνευθούν ως μία ένδειξη της επέκτασης της αποστολικής εξουσίας κι εκτός του κύκλου των δώδεκα (ο Παύλος έλαβε το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος δια της επιθέσεως των χειρών από τον απόστολο Ανανία, έναν από τους εβδομήκοντα (Πράξ. Θ’ 17).
Το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος είναι η αρχή της πραγματοποίησης της αποστολής των αποστόλων μέσα στην Εκκλησία. Αμέσως μετά την κάθοδο του Παρακλήτου αρχίζουν την αποστολή τους και πάνω απ’ όλα το κήρυγμα. Εκείνο που μας δείχνει η εικόνα δεν είναι αυτή ή η άλλη στιγμή του κηρύγματος ούτε και το πρώτο κήρυγμα του Πέτρου, αλλά η γνώση και επιστήμη που η κάθοδος του Πνεύματος παρέσχε στους αποστόλους και δι’ αυτών στην Εκκλησία μέχρι το τέλος των καιρών. Είναι το μυστήριο της Τριάδος και της θεανθρωπότητας. Οι απόστολοι κρατούν στα χέρια τους ειλητάρια, που συμβολίζουν το κήρυγμα, και οι ευαγγελιστές τα Ευαγγέλια – αν και την στιγμή εκείνη δεν είχαν γραφεί ακόμα. Όλ’ αυτά αντιπροσωπεύουν την εκπλήρωση της υπόσχεσης του Χριστού σχετικά με την διδασκαλία δια του Αγίου Πνεύματος: «ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, ο πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματι μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν» (Ιωάν. ΙΔ’ 26). Είναι τα προϊόντα αυτής της διδαχής και της υπομνήσεως. Το Ευαγγέλιο είναι μια εικόνα του Θεανθρώπου Χριστού που μεταδόθηκε από τους μάρτυρες της ζωής Του. Διά της Πεντηκοστής αυτή η μαρτυρία έγινε ο Λόγος του Θεού που φωτίζει τις άκρες της γης. «Αλλά λήψεσθε δύναμιν επελθόντος του Αγίου Πνεύματος εφ’ υμάς και έσεσθέ μοι μάρτυρες… έως εσχάτου της γης» (Πράξ. Α’ 8). Η εξουσία της τέλεσης των μυστηρίων συνδέεται στενά με την διδασκαλία. Οι ευαγγελιστές Μάρκος και Λουκάς εικονίζονται εδώ ανάμεσα στους δώδεκα αντικαθιστώντας δύο άλλους: κι αυτό γιατί αποτελούν τους δύο κατ’ εξοχήν αγγελιοφόρους του Λόγου του Θεού• όπως οι άλλοι δύο ευαγγελιστές, ανήκουν στον καθαρά αποστολικό κύκλο, όντας με τον τρόπο αυτό φορείς και μάρτυρες της πλήρωσης της υπόσχεσης του Θεού.
Την Δευτέρα της Πεντηκοστής λοιπόν εορτάζουμε τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και κατά συνέπεια την εορτή της Εκκλησίας. Είναι εντυπωσιακό ότι το προκείμενο της Πεντηκοστής είναι των αποστόλων – «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών» – ενώ το προκείμενο της επομένης είναι καθαρά εκκλησιολογικό: «Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου, και ευλόγησαν την κληρονομίαν Σου»• κληρονομία είναι η Εκκλησία, η μία, αγία, καθολική και αποστολική, που κρατά αμετάβλητα και αδιάλειπτα την διαδοχή, την διδασκαλία και τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος• τα χαρίσματα αυτά δέχθηκε η Εκκλησία από εκείνους που βρίσκονται στην κορυφή του κύκλου των δώδεκα – θεμελίου της Εκκλησίας.
Σύμφωνα με το περιεχόμενο της ορθόδοξης εικόνας της Πεντηκοστής, στον αποστολικό κύκλο δεν προΐσταται κανείς. Εξετάζοντας αυτό το εικονογραφικό χαρακτηριστικό, μέσα στην ιστορική του εξέλιξη, πρέπει να συμπεράνουμε ότι η θέση στην κεφαλή του κύκλου ήταν γενικά αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα, η οποία, όπως είδαμε, παρουσιαζόταν συμβολικά (κυρίως μέσα στις μικρογραφίες, τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες) με την μορφή ενός θρόνου, ενός βιβλίου και μιας περιστεράς. Την εικόνιζαν είτε στο ίδιο επίπεδο με τους αποστόλους (όπως στο ψαλτήρι του Χλουντώφ) είτε από πάνω (όπως στον κώδικα του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και στα ψηφιδωτά). Ο συμβολισμός αυτός απουσιάζει από τις φορητές εικόνες• αυτό όμως δεν ελαττώνει ούτε αλλοιώνει σε τίποτα την σημασία της παράστασης• αν και δεν εικονίζεται η Αγία Τριάς, η εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος αποτελεί μια τριαδική εικόνα(71).
Μ’ αυτό τον τρόπο η ορθόδοξη Εκκλησία ερμηνεύει την εικόνα αυτή, καθώς και την ακολουθία αγιασμού των εικόνων, συγκεκριμένα της εικόνας της Αγίας Τριάδος που φέρει τον τίτλο: «Ακολουθία του Αγιασμού της εικόνας της Υπεραγίας και Ζωοδότου Τριάδος υπό την μορφήν τριών αγγέλων ή των Θεοφανείων ή της Μεταμορφώσεως ή της Καθόδου του Αγίου Πνεύματος». Με την εικόνα που αποκαλείται παλαιοδιαθηκική Τριάς έχουμε τρεις νεοδιαθηκικές εικόνες της Τριάδος, εκ των οποίων η μία είναι της Πεντηκοστής. Ό αγιασμός των τεσσάρων αυτών εικόνων συμπεριλαμβάνει το στιχηρό της Πεντηκοστής(72): «Δεύτε λαοί την τρισυπόστατον Θεότητα προσκυνήσωμεν…».
Η εικόνα της Καθόδου του Αγίου Πνεύματος είναι επομένως μια εικόνα τριαδική παρόλη την απουσία της ορατής εκδήλωσης της Τριάδος κατά την Πεντηκοστή. Στις τοιχογραφίες η Κάθοδος συμπληρώνεται διά της εικόνος της Τριάδος, εικόνα συμβολική. Πράγματι η τοιχογραφία δεν συνδέεται άμεσα μ’ εκείνη ή την άλλη λειτουργική στιγμή, για τον λόγο αυτό εκφράζει μια σύνθεση του ίδιου του γεγονότος της Πεντηκοστής δηλαδή την φανέρωση της Τριάδος την στιγμή της καθόδου του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η συμβολική παράσταση μοιάζει να υπογραμμίζει την διαφορά ανάμεσα στην αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος μέσα στην Παλαιά Διαθήκη και στην αποκάλυψή Της μέσα στην Καινή. Η απεικόνιση των τριών Αγγέλων είναι μια ιστορική εικόνα της εμφανίσεώς Της στον Αβραάμ• η εμφάνιση αυτή όμως αποκαλύφθηκε και κατανοήθηκε ως τριαδική στο φως της νεοδιαθηκικής αποκάλυψης μετά την Πεντηκοστή. Αυτή η νέα αποκάλυψη μας επιτρέπει να δούμε στην εικόνα της Θεότητας υπό την μορφή τριών Αγγέλων την τριενότητά Της, την ισότητα των Προσώπων Της και την τριαδική Οικονομία μέσα στον κόσμο. Η απεικόνιση αυτή μας δείχνει εκείνο που έγινε πρότυπο ζωής την ημέρα της Πεντηκοστής για την Εκκλησία και τον άνθρωπο, εκείνο που, όπως θα δούμε, μεταδόθηκε δια της εικονογραφίας της καθόδου του Αγίου Πνεύματος. Η αποκάλυψη που δέχθηκε ο άνθρωπος την ημέρα της Πεντηκοστής έχει ολωσδιόλου έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Αν στα Θεοφάνεια και στην Μεταμόρφωση η τριαδική αποκάλυψη απευθυνόταν στον εξωτερικό άνθρωπο, για να μιλήσουμε έτσι, στην αντίληψη των αισθήσεών του (ο Πρόδρομος και οι εκλεγμένοι απόστολοι άκουσαν την φωνή του Πατρός κι είδαν τον Υιό και το Πνεύμα το Άγιο να εμφανίζεται εν είδει περιστεράς ή νεφέλης), αντίθετα στην Πεντηκοστή δεν υπάρχει καμμία αισθητή εκδήλωση της Τριάδος. Μόνο οι πύρινες γλώσσες και ο θόρυβος που τις ακολουθούσε ήταν αισθητά στις φυσικές αισθήσεις του ανθρώπου. Μοιάζει ως επέκταση της αποκάλυψης, που οδηγεί από την ορατή εικόνα στην πνευματική κατανόηση, στην ολοκλήρωσή της μέσα στην Πεντηκοστή. Η αποκάλυψη, εδώ, δεν απευθύνεται στις σωματικές μας αισθήσεις άλλα στην εσωτερική ζωή του ανθρώπου. «Εν εκείνη τη ημέρα (κατά την οποίαν θα λάβετε το Άγιον Πνεύμα) γνώσεσθε υμείς ότι εγώ εν τω πατρί μου και υμείς εν εμοί καγώ εν υμίν» (Ιωάν. ΙΔ’ 20). Η τριαδική αυτή θεότητα, όμως, πού έγινε προσιτή στην πνευματική μας γνώση και στην ίδια μας την ζωή, δεν μπορεί ν’ αναπαρασταθεί άμεσα. Μόνον ένας συμβολικός τρόπος μπορεί να την αποδώσει.
Όσον αφορά στην εικόνα γενικά δεν βρίσκουμε σ’ αυτήν το τριαδικό αυτό σύμβολο τόσο συχνά όσο στις τοιχογραφίες. Το γεγονός αυτό εξηγείται από τον διαφορετικό προορισμό τοιχογραφίας και εικόνας. Αν η ζωγραφική στον τρούλλο και στους τοίχους ενσωματώνεται στον ναό και δεν συνδέεται με κάποια ημέρα ιδιαίτερη, με κάποια στιγμή της λειτουργίας, η φορητή εικόνα αποτελεί μέρος της εορτής και συμφωνεί κατ’ επέκτασιν στενώτερα με την σημασία της. Είναι η πλευρά της λειτουργίας που απευθύνεται άμεσα στους οφθαλμούς μας. Επομένως η λειτουργία απαιτεί όχι μόνο την παρουσία μας αλλά και την ενεργό συμμετοχή μας. «Οι εκκλησιαστικές εορτές μας δίνουν την δυνατότητα συμμετοχής στα γεγονότα της επίγειας ζωής του Κυρίου σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο από αυτό των απλών ιστορικών στιγμών, γιατί μέσα στην Εκκλησία δεν είμαστε πια θεατές αλλά μάρτυρες φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα»(73). Όπως κι οποιαδήποτε άλλη εικόνα, έτσι και η εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος δεν αποτελεί ανάμνηση ενός γεγονότος του μακρινού παρελθόντος, αλλά μία ζωντανή και ενεργό συμμετοχή σ’ αυτό το γεγονός. Δια της καθόδου του Αγίου Πνεύματος μας αποκαλύπτεται η Τριάς, κατέρχεται προς εμάς• εμείς λοιπόν με την σειρά μας οφείλουμε να ανέλθουμε προς την γνώση Εκείνης. Η εικόνα χωρίς να μας δίνει εξωτερικά μέσα για να Την γνωρίσουμε – εικόνα ή σύμβολο – μας οδηγεί σε μια άμεση ένωση μαζί Της. Φαίνεται λοιπόν παράταιρο να εικονίσει κανείς εδώ το Άγιον Πνεύμα υπό την μορφή περιστεράς, όπως κάνουν μερικοί εικονογράφοι για να σημειώσουν την παρουσία Του. Πρόκειται για μια απόπειρα διευκρίνισης και διευκόλυνσης, δήθεν, κατανόησης της εικόνας, ενώ στην πραγματικότητα δεν κάνει άλλο από το να σκεπάζει την ουσιαστική δυσκολία πού ορθώνεται μπροστά στον άνθρωπο, να τον εκτρέπει από την προσπάθεια που πρέπει να κάνει.
Η εικόνα της Τριάδος υπό την μορφή των τριών Αγγέλων δηλώνει το μυστήριο της θεϊκής ζωής• η θεϊκή αυτή ζωή αποτελεί λοιπόν το πρωτότυπο της εικόνας. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος στους αποστόλους αποτελεί εικόνα της Εκκλησίας ως πρωτότυπό της, αλλά δείχνει και τον τρόπο της ζωής της, που είναι η συμμόρφωσή της προς το θεϊκό της Πρότυπο. Αποκαλύπτει την εσωτερική ζωή της Εκκλησίας, μ’ άλλα λόγια την λυτρωτική πράξη της Αγίας Τριάδος έναντι του ανθρώπου και του κόσμου. Βλέπουμε την σύναξη ίσων μεταξύ τους στο αξίωμα μελών, ενωμένων δια μιας κοινής ζωής μέσα στην χάρη. Διατηρώντας τα προσωπικά τους στοιχεία η εικόνα τους εγγράφει μέσα σ’ ένα κοινό σχήμα που μοιάζει να τους ενοποιεί σε μια ιερατική και αυστηρή τάξη, πράγμα που εκφράζει τέλεια την εσωτερική ενότητα της ζωής τους κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος. Η ομάδα αυτή ως ένα σώμα από το πυρ του Αγίου Πνεύματος, από την φλόγα αυτής της νέας ζωτικής πηγής που είναι η αγάπη, μας δείχνει όχι τόσο την εξωτερική μορφή του γεγονότος, όχι τον φόβο των αποστόλων, που έμοιαζε στον έξω κόσμο με διαφωνία και μέθη, όσο το πνευματικό περιεχόμενο του – την καινούργια εσωτερική αρμονία που ήταν απρόσιτη για τον αφώτιστο από το Άγιο Πνεύμα οφθαλμό. «Κατά τον διαμερισμόν των πύρινων γλωσσών, εκάλεσε το παν εις ενότητα, ίνα εν ομονοία δοξάζομεν το Πνεύμα το Άγιον»(74).
Η υποταγή των αποστόλων στο καθορισμένο σχήμα και ρυθμό της εικόνας δεν τους προσδίδει μονοτονία. Καθένας απ’ αυτούς διακρίνεται σαφώς και καμμία κίνηση, έστω και δύο προσώπων, δεν επαναλαμβάνεται μέσα στην εικόνα. Η απουσία της μονοτονίας, ο πλούτος αυτός μέσα στην ενότητα και η ενότητα μέσα στην ετερότητα ερμηνεύουν το νόημα του γεγονότος, εκφράζουν την καθολικότητα της Εκκλησίας. Το Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται υπό την μορφή πύρινων γλωσσών εις ένδειξιν της ποικιλίας των χαρισμάτων: «δια το των χαρισμάτων διάφορον» θα πει ο άγιος Γρηγόριος ό Ναζιανζηνός(75)• καίτοι το Πνεύμα παραμένει το αυτό, «διαιρέσεις δε χαρισμάτων… και διαιρέσεις διακονιών εισι… ω μεν δια του πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας, άλλω δε λόγος γνώσεως… χαρίσματα ίαμάτων» κ.λπ. (Β’ Κορ. ΙΒ’ 4-31).
Στην εικόνα της Αγίας Τριάδος η ενοπολλαπλότητα εκφράζεται δια των τριών Αγγέλων περιγεγραμμένων συχνά μέσα σ’ ένα ενοποιό σχήμα. Κι ενώ μέσα στην εικόνα της Τριάδος το σχήμα αυτό είναι ένας κύκλος κλειστός στον εαυτό του (όπως στην εικόνα του Α. Ρουμπλιώφ που εκφράζει μια πραγματική εμβάθυνση σ’ αυτό το μυστήριο) μέσα στην εικόνα της Πεντηκοστής η σύνθεση δεν είναι κλειστή αλλά ανοιχτή από πάνω ως κάτω. Μοιάζει ν’ ανέρχεται προς τα πάνω, προς την κορυφή της, ακριβέστερα προς την απουσία ενός επίγειου ορατού γεγονότος• η σύναξη των αποστόλων είναι ανοιχτή στο επάνω μέρος όπου συμβολίζεται ο ουρανός-σημείο του θείου, απ’ όπου κατέρχονται οι ακτίνες προς εκείνους.
Οι σειρές των αποστόλων δεν είναι ούτε κι αυτές κλειστές• η Εκκλησία δεν περιορίζεται ούτε στον αποστολικό κύκλο ούτε γενικά στην αποστολή και την ιεραρχία. Στην αρχιερατική προσευχή Του ο Χριστός δεν προσεύχεται στον Πατέρα μόνο για τους αποστόλους: «Ου περί τούτων δε ερωτώ μόνον, αλλά και περί των πιστευόντων δια του λόγου αυτών εις εμέ, ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι συ με απέστειλας» (Ιωάν. ΙΖ’ 20-21). Συνεχίζουμε τις σειρές των αποστόλων και θα τις συνεχίζουμε μέχρι το τέλος των αιώνων, γιατί η οικονομία του Αγίου Πνεύματος είχε μια αρχή αλλά δεν έχει τέλος. Το Άγιο Πνεύμα, αφού κατέβηκε την πεντηκοστή ημέρα μετά την Ανάσταση του Υιού του Θεού δεν εγκατέλειψε τον κόσμο• βρίσκεται μέσα στην Εκκλησία. Ο Παράκλητος στάλθηκε «ίνα μένη μεθ’ ημών εις τον αιώνα» (Ιωάν. ΙΔ’ 16). Η αιώνια αυτή παρουσία είναι η Πεντηκοστή, που προεκτείνεται μέσα στην Εκκλησία. Κατ’ αυτή την έννοια το νόημα του χρόνου καταργείται, και Πεντηκοστή γίνεται η ζωή μας μέσα στην Εκκλησία κάθε εποχής. Εισερχόμενοι στην Εκκλησία μετέχουμε αυτής της αρμονίας που μας δείχνει η εικόνα, της ζωής της Εκκλησίας, που είναι κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος. Σ’ αυτό το νόημα μας οδηγεί η εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος, δείχνοντάς μας τον δρόμο προς την ζωτική ένωση με την Αγία Τριάδα.
Η εικόνα της καθόδου του αγίου Πνεύματος είναι μια εικόνα της οικονομίας του Τρίτου Προσώπου της Τριάδος. Επομένως οικονομία του Αγίου Πνεύματος είναι η ζωή της Εκκλησίας εν Αγίω Πνεύματι, η ζωή της με τα μυστήρια και τους θεσμούς της• είναι το χάρισμα της Εκκλησίας. Από την ημέρα της Πεντηκοστής και της ελεύσεως του Αγίου Πνεύματος γίνεται αποτελεσματικό και ενεργό εκείνο που ο Χριστός θέσπισε: «Το πνεύμα του Πατρός παρέχει νυν τις απαρχές της Θεότητος εις την γήινην φύσιν»(76). Πάντα χορηγεί το Πνεύμα το άγιον βρύει προφητείας, ιερέας τέλειοι”, αγραμμάτους σοφίαν εδίδαξεν, αλιείς θεολόγους ανέδειξεν, όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας…»(77). Η Εκκλησία είναι ο χώρος μέσα στον οποίο ολοκληρώνεται η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Γεννιόμαστε μέσα στην Εκκλησία από το ίδιο Πνεύμα που εξέλαβε τους αποστόλους και μετεδόθη στους διαδόχους τους. «Δεν πρέπει, λέει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, να καταφρονήσωμεν ή να παραβλέψωμεν όλους αυτούς όπου έχουν τας διδασκαλίας και παραδόσεις των αγίων αποστόλων… διατί εστάλθησαν από αυτόν (τον Υιόν του Θεού) δια να μας κάμουν υιούς Θεού κατά χάριν και κληρονόμους της αιωνίου ζωής και κοινωνούς ανεκδιηγήτων αγαθών δια μέσου του κηρύγματος του ευαγγελίου και του βαπτίσματος»(78). Η εικόνα μας δείχνει ότι η θέωση δεν είναι εφικτή παρά στους κόλπους της Εκκλησίας, δείχνοντάς μας τα μέσα δια των οποίων γίνεται εφικτή, δηλαδή δεν μας δείχνει μόνο την υποκειμενική μορφή της Εκκλησίας, την προσωπική θέωση των αποστόλων, αλλά και την αντικειμενική, την μυστηριακή. Οι δύο αυτές όψεις της Εκκλησίας γίνονται ενεργές και αληθινές δια της προσωπικής παρουσίας του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό και στην εικόνα της καθόδου Του εκείνο πού εικονίζεται μας αποκαλύπτει την οδό της θέωσης και ταυτόχρονα μας οδηγεί σ’ αυτόν τον δρόμο: το κήρυγμα του θείου λόγου και το σύνολο των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, που μας δόθηκαν με τα μυστήρια από τους αποστόλους και τους διαδόχους τους. Μ’ άλλα λόγια εικονίζεται ό,τι αναφέρεται ως οικονομία του Αγίου Πνεύματος.
Η Πεντηκοστή είναι οντολογικά συνδεδεμένη με την καθημερινή ζωή της Εκκλησίας κι αυτό μέχρι την τελευταία της ήμερα. Αν η Ανάληψη του Κυρίου υπήρξε μια προϋπόθεση της καθόδου του Αγίου Πνεύματος μέσα στον κόσμο, η παρουσία της Τρίτης Υποστάσεως αποτελεί με την σειρά της μια προϋπόθεση και ετοιμασία της δευτέρας και ενδόξου ελεύσεως του Χριστού, αφού οι δώδεκα απόστολοι θα καθήσουν επί των θρόνων για να κρίνουν τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Η Πεντηκοστή, επομένως, μας οδηγεί στην εσχατολογική ολοκλήρωση, στην εμφάνιση εκείνου που μας δείχθηκε στην εικόνα της Αναλήψεως, δηλαδή του Ιησού: «ούτος ελεύσεται ον τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν» (Πράξ. Α’ 11)(79). Η Πεντηκοστή μας οδηγεί λοιπόν στον καινό κόσμο, στην καινή γη, στην Βασιλεία της δόξας του Θεού. Η εικόνα της μας προσεγγίζει στο έσχατο μυστήριο: στην κατάργηση κάθε εικόνας αφού δεν θα βλέπουμε πια «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι» (Α’ Κορ. ΙΓ’ 12) αλλά πρόσωπο προς πρόσωπο, μέσα σε μια άμεση κοινωνία.
Η Εκκλησία δεν περιορίζεται στο ανθρώπινο γένος: πώς θα μπορούσε ο άνθρωπος να ξεχωρίσει από την υπόλοιπη ορατή κτίση; «Η σύνθετη δομή -φυσική, ψυχική και πνευματική- της κτιστής φύσης μας… μας συνδέει αδιαχώριστα με την υπόλοιπη δημιουργία»(80), διότι το σώμα μας λέγεται και μικρόκοσμος(81). Κατά την Ενανθρώπηση η υλική δημιουργία κατέστη ναός της θεότητος. Γι’ αυτό η Εκκλησία αγκαλιάζει όλη την κτίση, η οποία και εκλήθη να ενωθεί με τον Θεό. Σε κάθε μέλος της η Εκκλησία ενώνεται με την κτίση και μέσω ημών ανοίγεται προς την δημιουργία. Γι’ αυτό η σημασία της περικοπής των Πράξεων της Λειτουργίας της Πεντηκοστής δεν περιορίζει το κήρυγμα των αποστόλων ούτε στους λαούς, που περιτριγύριζαν την στιγμή εκείνη τους αποστόλους, ούτε μόνον στο ανθρώπινο γένος: η αποστολή της Εκκλησίας εκτείνεται σ’ ολόκληρη την κτίση. «Εγώ ειμί το φως του ΚΟΣΜΟΥ» «πορευθέντες εις τον κόσμον Άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον Πάση τη Κτίσει»… Η οικονομία του Αγίου Πνεύματος είναι ακριβώς η ολοκλήρωση των επιταγών του Χριστού.
«Το φως επέστη του Παρακλήτου και τον κόσμον εφώτισε»(82), οι απόστολοι «την οικουμένην διέσχισαν… και την κτίσιν άπασαν δια των λόγων τους επεφώτισαν»(83).
Το συναξάρι της Δευτέρας μετά την Πεντηκοστή αποκαλεί τους αποστόλους «διδασκάλους του υπό τον ουρανόν σύμπαντος κόσμου». Το χαρούμενο μήνυμα -Ευ-αγγελία- κηρύχθηκε σ’ ολόκληρη την κτίση, πράγμα που αποτελεί ενέχυρο και υπόσχεση της μέλλουσας ενότητάς της, της εν Θεώ συνάθροισής της. Δια του ανθρώπου η Πεντηκοστή απευθύνεται σ’ όλα τα κατώτερα δημιουργήματα – επειδή ο άνθρωπος με την πτώση του υπέταξε την κτίση στην ματαιότητα που «συστενάζει και συνωδίνει» με εμάς, αναμένοντας την εμφάνιση «των τέκνων του Θεού» για να «ελευθερωθεί από την δουλεία της φθοράς» (Ρωμ. Η” 19-22).
Πώς είναι όμως δυνατή η απεικόνιση όχι μόνον του πλήθους των λαών που έλαβαν το ευαγγελικό μήνυμα κατά την διάρκεια τόσων αιώνων, αλλά και ολόκληρης της κτίσης μέσα στην εικόνα; Είναι προφανές ότι μια ομάδα από πρόσωπα που να εκπροσωπούν τα έθνη δεν αρκεί για ν’ αποδώσει το λειτουργικό και θεολογικό περιεχόμενο της εικόνας. Για τον λόγο αυτό η συμμετοχή του κόσμου στην νέα αυτή ζωή αποδόθηκε εικονογραφικά με έναν τρόπο αλληγορικό: το πρόσωπο πού φέρει τον τίτλο «Κόσμος» στο κάτω μέρος της εικόνας ως βασιλέας άρχων ολόκληρης της ορατής κτίσης. Κάθε άλλη λύση θα περιόριζε την ανθρωπολογική έννοια της Εκκλησίας(84). Μόνον ο άνθρωπος είναι ικανός να δεχθεί συνειδητά κι ελεύθερα την αποκάλυψη του Θεού και να γίνει φορέας της ενότητας του σύμπαντος. Η κατήχηση και ο αγιασμός του κόσμου ήταν και παραμένει το έργο της Εκκλησίας για κάθε εποχή. Το καθήκον αυτό είναι πάντα το ίδιο επίκαιρο σήμερα, όπως και στην εποχή των αποστόλων. Η Εκκλησία ανοίγεται προς τον κόσμο, κι αυτό είναι το λειτούργημά της απέναντι στον κόσμο, ο ζωντανός δεσμός της μαζί του, η αιτία ύπαρξής της, ο σκοπός και ο προορισμός της.
Η συμμετοχή του κόσμου στην Πεντηκοστή λειτουργικά καταδεικνύεται, ανάμεσα στ’ άλλα, κι από την συμβολική διακόσμηση από κλαδιά, φυτά και άνθη. Οι πιστοί, κρατώντας άνθη στα χέρια τους, μοιάζουν να συμμετέχουν μαζί μ’ εκείνα στην καινούργια ζωή.
Μέσα στην εικόνα βρισκόμαστε και πάλι μπροστά στον δυναμικό χαρακτήρα της Πεντηκοστής• το έργο της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο -την διδασκαλία, που είναι πόρτα ανοιχτή προς τον κόσμο για να εισέλθει στους εκκλησιαστικούς κόλπους.
Ο Κόσμος αποδίδεται με λεπτομέρειες που αντιστοιχούν στην ακολουθία της εορτής και υπογραμμίζουν την σημασία του. Το Ευαγγέλιο της Κυριακής της Πεντηκοστής (Ιωάν. Η’ 12) και ο απόστολος της Δευτέρας (Εφεσ. Ε’ 9-19) μας μιλούν για το φως και το σκότος διδάσκοντάς μας την διάκριση των δύο. Η εικόνα μας κάνει να δούμε την διαφορά αυτή με την λάμψη που περιτριγυρίζει τους αποστόλους και το σκοτάδι που περιτριγυρίζει τον Κόσμο. Είναι τα φθοροποιά σκότη πού ρίχτηκε ό άνθρωπος μετά την πτώση του και το κάλεσμα του φωτός του Αγίου Πνεύματος που σημαίνει την αναγέννηση της κτίσης.
Για μας, η εικόνα της Πεντηκοστής είναι, επομένως, η εικόνα της πορείας που πρέπει να διανύσουμε κι όχι το τέρμα, ό,τι δηλαδή έχουμε πάνω στην γη και θα έχουμε μέχρι την Δευτέρα Παρουσία. Είναι η εικόνα της εκπλήρωσης του έργου του Χριστού μέσα στον κόσμο.
Όπως είδαμε, η εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος διακρίνεται από το περιεχόμενό της, γιατί η Εκκλησία μας αποκαλύπτεται μέσα από τις Πράξεις σε τέτοιο σημείο, που δεν μένει τίποτε άγνωστο. Απ’ όλες τις εικόνες των εορτών, η εικόνα της Πεντηκοστής είναι η λιγότερο συνδεδεμένη με τα πλαίσια του ιστορικού γεγονότος• βλέπουμε δηλαδή το ελάχιστο: τις πύρινες γλώσσες πάνω στα κεφάλια των παρισταμένων αποστόλων. Αυτό είναι το μόνο ιστορικό στοιχείο αντιστοιχίας κειμένου-παράστασης. Όλο το υπόλοιπο μέρος χαρακτηρίζεται από το περιεχόμενο της εορτής, όπως εκφράζεται λειτουργικά. Αν εικονογραφούσε το ιστορικό γεγονός, η εικόνα θα έπρεπε να απεικονίζει την σύγχυση που επικρατούσε ανάμεσα στους αποστόλους ή πάλι τα άμεσα αποτελέσματα του γεγονότος, την μετάθεσή του στην καθημερινή ζωή,
δηλαδή το αποστολικό κήρυγμα: «Σταθείς δε ο Πέτρος συν τοις ένδεκα…». Κα! την πρώτη και την δεύτερη περίπτωση συναντάμε στην δυτική θρησκευτική ζωγραφική η οποία παρέμεινε ξένη προς το θεολογικό βάθος της εικόνας(85).
Η εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος αντιστοιχεί πλήρως προς τα λειτουργικά κείμενα της Πεντηκοστής μεταφέροντας ολοκληρωμένα την σημασία της• το δογματικό περιεχόμενο της εικόνας δεν επιδέχεται κανένα είδος επέμβασης, όπως αυτή της Παρθένου. Η εισαγωγή της Θεοτόκου στον αποστολικό κύκλο θα έθετε το ερώτημα: τι σημαίνει η παρουσία Της; Ποια τροποποίηση φέρνει στην σημασία της εικονογραφίας της Πεντηκοστής; Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις για την παρουσία Της• ας την δούμε καλύτερα.
Στο έργο που ήδη αναφέραμε, ο L. Reau εκφράζει την παρακάτω σκέψη: «Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η Παρθένος σημαίνει, εδώ, ό,τι και στην Ανάληψη• συμβολίζει την Εκκλησία. Οι απόστολοι σχηματίζουν κύκλο γύρω από την Παρθένο που προεδρεύει της σύναξης χωρίς να μετέχει στο θαύμα»(86).
Αυτό όμως δεν είναι ακριβές από ορθόδοξη άποψη: η Θεοτόκος μετέχει του θαύματος. Δεν συμμετέχει στα άμεσα αποτελέσματα και δεν παίζει κάποιο ενεργό ρόλο στο κήρυγμα και στα μυστήρια. Για ό,τι άφορα στον συμβολισμό της Εκκλησίας μέσα από το Πρόσωπο της Παρθένου μια ανάλογη εκτίμηση διατυπώθηκε από τους ορθοδόξους στην διάρκεια της συζήτησης: «Η Θεοτόκος είναι μια εικόνα της Εκκλησίας, πράγμα που σημαίνει ότι η χάρη του Αγίου Πνεύματος αναπαύεται όχι μόνο στους δώδεκα αλλά σ’ ολόκληρη την Εκκλησία»(87).
Αυτός ο συλλογισμός, όπως και του L.Reau, συγκροτείται βάσει αναλογίας με την εικόνα της Αναλήψεως. Δεν είναι δυνατόν όμως να χαράζεται με τέτοιο μηχανικό τρόπο μια αναλογία ανάμεσα σε δύο εικόνες των οποίων η σημασία είναι πολύ διαφορετική. Αν κατανοήσουμε με τον ίδιο τρόπο την παρουσία της Παρθένου, η Εκκλησία εικονίζεται δύο φορές: απ’ αυτήν την ίδια την Θεοτόκο και από τους δώδεκα αποστόλους, εκτός κι αν βλέπει κανείς τους αποστόλους ως αντιπροσώπους της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Είναι σωστό ότι η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος συντελέσθηκε για όλη την Εκκλησία. Οι πύρινες γλώσσες όμως τοποθετήθηκαν πάνω σε κάθε πρόσωπο που ήταν παρόν κατέβηκαν χωριστά για καθένα μέλος της Εκκλησίας, όπως και για την Θεοτόκο ως ανθρώπινο πρόσωπο. Ο αγιασμός του Αγίου Πνεύματος δεν δόθηκε σ’ ένα πρόσωπο μέσω άλλου, αλλά άμεσα στο καθένα ως μέλος της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και η κάθοδός Του στην Θεοτόκο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως μια κάθοδος στο σύνολο της Εκκλησίας μέσω του προσώπου Της. Μια προσωποποίηση δεν θα είχε κανένα νόημα εδώ. Η Θεοτόκος μπορεί να προσωποποιήσει την Εκκλησία ως δοχείον περιέχον την θεότητα αλλά όχι ως το σύνολο των ανθρώπων που συνιστούν το σώμα της Εκκλησίας. Κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο δεν μπορεί να προσωποποιήσει ένα άλλο, ή ένα σύνολο ανθρώπων. Γενικά μπορούμε να προσωποποιήσουμε ό,τι τα πρόσωπα εκείνα έχουν κοινό, όπως την ανθρώπινη φύση, πεπτωκυία πριν από την Σάρκωση, καθαγιασμένη μετά απ’ αυτήν(88). Η Πεντηκοστή είναι το δώρο της αγιότητας πάντα μοναδικό και προσωπικό και που δεν αντικαθίσταται από κανέναν άλλον η αγιότητα του προσώπου της Θεοτόκου είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση και δεν μπορεί να συγκριθεί με άλλη περίπτωση. Είναι αλήθεια ότι κατά την Πεντηκοστή, κατά την θέωση δηλαδή του ανθρώπου, η Παναγία βρίσκεται πρώτη και υψηλότερα από κάθε άλλο αγιασμένο πιστό. Για τον λόγο αυτό μερικοί βλέπουν στην απεικόνισή Της στην Πεντηκοστή την εικόνα του πρώτου ανθρώπου που ενώθηκε με τον Θεό. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι η Εκκλησία εξαίρεσε από την ακολουθία της Πεντηκοστής το θέμα της θέωσης μεταφέροντάς το σε μια άλλη ημέρα: την πρώτη Κυριακή μετά την Πεντηκοστή. Η ημέρα αυτή αφιερώθηκε στον εορτασμό των αποτελεσμάτων της Πεντηκοστής• μετά Πάντων των Αγίων η Θεοτόκος τιμάται ιδιαίτερα: «Προ δε πάντων και εν πάσι και μετά πάντων την των Αγίων Αγίαν, την υπεραγίαν και αυτών υπερσυγκρίτως κρείττονα των αγγελικών ταγμάτων, την Κυρίαν ημών και Δέσποιναν Θεοτόκον, Μαρίαν την άειπάρθενον» (Συναξάριον της Κυριακής των Αγίων Πάντων).
Δεν υπάρχουν, όπως είπαμε, θεολογικές μελέτες της εικονογραφίας της Πεντηκοστής. Βρίσκουμε όμως αναφορές, όπως αυτή του επισκόπου Κασσιανού και του M. Spassky. Ο π. Σέργιος Μπουλγκάκωφ δεν αναφέρεται στην εικονογραφία της Πεντηκοστής αλλά εξηγεί την παρουσία της Θεοτόκου στην αποστολική σύναξη. Κατ’ αυτόν «η Θεοτόκος είχε δεχθεί την προσωπική της Πεντηκοστή κατά τον Ευαγγελισμό όταν το Άγιο Πνεύμα κατήλθε επ’ Αυτήν (κατά την μαρτυρίαν της εικονογραφίας πήρε μορφή περιστεράς όπως και κατά την Βάπτιση) και είχε ήδη προσωπικά τέλεια καθαγιασθεί και χαριτωθεί…», όμως «όφειλε μ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα και την κτίση να δεχθεί το Άγιο Πνεύμα την Πεντηκοστή, που θα σήμαινε για Εκείνην την “σωτηρία”, δηλαδή την κατάργηση της δύναμης του προπατορικού αμαρτήματος σ’ ολόκληρη την κτίση κι Εκείνην προσωπικά. Η Θεοτόκος ΗΤΑΝ ΠΑΡΟΥΣΑ στην σύναξη της Πεντηκοστής και εδέχθη πύρινη φλόγα για Εκείνην προσωπικά και για ολόκληρη την δημιουργία»(89). Βλέπουμε εδώ μια αναλογία ανάμεσα σε δύο γεγονότα θεμελιωδώς διαφορετικά: τον Ευαγγελισμό – την συγκατάθεση και την υποδοχή του Θεού από την Παρθένο Μαρία εκ μέρους ολόκληρης της κτίσης (όρος της σωτηρίας μας, διαφορετικά ο Ευαγγελισμός θα σήμαινε μια εξατομικευμένη υπόθεση) και την Πεντηκοστή, δηλαδή την κάθοδο του Τρίτου Προσώπου του Θεού πάνω σε κάθε άνθρωπο, σε κάθε μέλος της Εκκλησίας. Αν η Θεοτόκος συγκεφαλαιώνει εδώ, όπως και στον Ευαγγελισμό, ολόκληρη την κτίση, για την οποία θα λάβαινε το Άγιο Πνεύμα, η κάθοδος του Παρακλήτου στ’ άλλα μέλη της Εκκλησίας γίνεται ακατανόητη(90). Ακατανόητα και παράδοξα μοιάζουν επίσης το μυστήριο του χρίσματος, η άσκηση και η προσωπική μαρτυρία των αγίων, η ίδια η ύπαρξη της Εκκλησίας, από την στιγμή που ολόκληρη η κτίση έχει ήδη δεχθεί το
Άγιο Πνεύμα δια του Προσώπου της Παρθένου. Διαπιστώνουμε εδώ μια σύγχυση σ’ δτι χαρακτηρίζει την φύση και σ’ ότι αναφέρεται στα πρόσωπα(91).
Αν παραμείνουμε στην παραδοσιακή σύνθεση της εικόνας της Πεντηκοστής και εισαγάγουμε μόνο την Παρθένο δημιουργείται διαφωνία ανάμεσα στην εικόνα και την ακολουθία της εορτής. Επί πλέον, όποια κι αν είναι η εξήγηση της παρουσίας της Θεοτόκου μέσα στην εικόνα διπλασιάζει, κάτι ή κάποιον: αν πούμε ότι προσωποποιεί την κτίση ή την αντιπροσωπεύει, τότε σε τι χρησιμεύει η απεικόνιση του «Κόσμου»; Αν πούμε ότι δηλώνει την «καινή κτίση», την Εκκλησία, τότε γιατί να υπάρχουν οι απόστολοι; Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος συγχρόνως σ’ Εκείνη που εκπροσωπεί τα μέλη της Εκκλησίας και στα μέλη που εκπροσωπούνται διά της παρουσίας Της δεν είναι το ίδιο ακατανόητο;
Γεγονός είναι ότι η εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος και της Θεοτόκου είναι τόσο πλούσιες η καθεμιά από το δικό της περιεχόμενο, που δεν μπορούν να συζευχθούν. Μπορούμε να πούμε ότι η εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος με την παρουσία της Θεοτόκου είναι όχι μόνο λανθασμένη, αλλά παύει να είναι εικόνα της Πεντηκοστής. Δεν είναι ζήτημα συνύπαρξης δύο εικονογραφιών της Πεντηκοστής με ή χωρίς την Παρθένο.
* * *
Την περίοδο παρακμής της εικονογραφίας, στα τέλη του Ις’ και κατά τον ΙΖ’ αιώνα, άρχισαν στην Ρωσία να εικονίζουν την Παρθένο στις εικόνες της Πεντηκοστής. Δεν έμειναν όμως εκεί. Από την εποχή αυτή, κατά την βαθυστόχαστη παρατήρηση ενός σύγχρονου ιστορικού της τέχνης, οι εικονογράφοι «αρχίζουν να σκέφτονται». Αρχίζοντας λοιπόν να σκέφτονται, θυμήθηκαν ότι ο απόστολος Παύλος ήταν απών από την σύναξη. Τον καταργούν λοιπόν. Στήν συνέχεια περιβάλλουν την Θεοτόκο με τις μυροφόρες γυναίκες, αφού ήταν παρούσες, και προσθέτουν μερικούς πιστούς. Ο «Κόσμος» καταργείται. Σύμφωνα με την περιγραφή των Πράξεων η σύνθεση γεμίζει αταξία και ποικιλία. Μ’ άλλα λόγια αναπαρέστησαν ό,τι έβλεπαν άνθρωποι ξένοι προς την Εκκλησία κι όχι αυτό που βλέπει η Εκκλησία, αυτό από το οποίο ζη, αυτό στο οποίο μας καλεί. Ολόκληρη η σύνθεση της εικόνας αποσυντέθηκε στην κυριολεξία, χάνοντας την αρμονία και τον ρυθμό της, με τρόπο που το εκκλησιολογικό της νόημα και το περιεχόμενό της εξαφανίσθηκαν. Έτσι η εικόνα της Πεντηκοστής μεταμορφώθηκε σ’ ένα πίνακα ιστορικού θέματος φθάνοντας, στην καλύτερη περίπτωση, να χρησιμεύει ως εικονογράφηση του χωρίου των Πράξεων, αλλά αδυνατώντας πλέον να μεταδώσει το νόημα της εορτής.
Αν παρατηρήσουμε τους σύγχρονους εικονογράφους, θα δούμε ότι αυτοί που εισάγουν την Θεοτόκο στην εικόνα της Πεντηκοστής ακολουθούν τον ίδιο δρόμο σε γενικές γραμμές. Είναι αδύνατο να μη διακρίνουμε μία λογική συνέπεια. Η εισαγωγή της Θεοτόκου οδηγεί στην τροποποίηση ολόκληρης της σύνθεσης της εορτής και στην εξαφάνιση του δογματικού της χαρακτήρα καθώς και του πλούτου του περιεχομένου της. Λογική αναγκαιότητα
απαιτεί την κατάργηση του «Κόσμου» κι η εικόνα από τριαδολογική γίνεται εικόνα της Θεοτόκου, της παράστασης Της ανάμεσα στους αποστόλους παρόμοια μ’ εκείνη του Χριστού ανάμεσα στους αποστόλους.
Η συζήτηση γύρω απ’ αυτό το θέμα είναι ενδεικτική. Δείχνει ότι οι πιστοί ξέχασαν σιγά σιγά το δογματικό περιεχόμενο της εικόνας για να καταλήξουν σ’ έναν αδογμάτιστο συναισθηματισμό, που χαρακτηρίζει την εποχή μας και δεν αναπαύεται παρά στα θρησκευτικά «συναισθήματα» και τις υποκειμενικές καταστάσεις της ψυχής. Η απουσία της Θεοτόκου ερμηνεύθηκε από μερικούς ως έλλειψη σεβασμού προς το Πρόσωπό Της, δηλαδή ως άρνηση της προσκύνησής Της. Στήν πραγματικότητα όμως η παρουσία της στην εικόνα είναι ένα δείγμα αντικατάστασης, τόσο συχνό και πολλές φορές ασυνείδητο, της διδασκαλίας της Εκκλησίας από την ατομική ερμηνεία. Στην θέση δηλαδή της καθολικής γνώσης της Εκκλησίας που κατευθύνεται από το Άγιο Πνεύμα, τοποθετούμε έναν συλλογισμό μας, χωρίς αμφιβολία ευσεβή, που ωστόσο δεν είναι παρά ατομικός.
Γιατί λοιπόν μια εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος παύει να είναι εικόνα της Πεντηκοστής όταν εισαγάγουμε την Παρθένο; Το ερώτημα επανέρχεται και για την ακολουθία της Πεντηκοστής, όπου η Θεοτόκος δεν αναφέρεται ανάμεσα στα πρόσωπα και τιμάται μόνο μέσα στα χριστολογικά πλαίσια.
Στην Ανάληψη, είδαμε ότι η Παρθένος εικονίζεται γιατί η εικόνα της εορτής αυτής είναι εικόνα της Εκκλησίας και η πληρότητά της βρίσκεται στον εικονισμό της Κεφαλής της, του Ιησού Χριστού, της Μητρός Του, των αποστόλων και των αγγέλων. Αντίθετα, στην εικόνα της Πεντηκοστής, που είναι επίσης μια εικόνα της Εκκλησίας, η πληρότητα βρίσκεται ακριβώς στην παρουσία μόνο των αποστόλων χωρίς κάποιο πρόσωπο στην κεφαλή του κύκλου τους. Η Θεοτόκος είναι απούσα όχι γιατί, επαναλαμβάνουμε, δεν ήταν στην σύναξη, αλλά γιατί η παρουσία Της δεν ταιριάζει σε ό,τι η Εκκλησία θέλει να μας αποκαλύψει διά της εικόνος και της Λειτουργίας της Πεντηκοστής.
Μέσα στην σειρά των μεγάλων εορτών η Πεντηκοστή έχει μια ιδιαίτερη σημασία, γιατί πανηγυρίζει την αρχή της οικονομίας του Τρίτου Προσώπου, του Αγίου Πνεύματος. Στην Ανάληψη ολοκληρώθηκαν τα σωματικά έργα του Χριστού, «τα σωματικά του Χριστού πέρας έχει, μάλλον δε τα της σωματικής ενδημίας»(93). Τι αναφέρεται στον Χριστό; ρωτάει. «Η Παρθένος, η γέννηση, η φάτνη…» δηλαδή ό,τι συνδέεται άμεσα με την Μητέρα Του, πρόσωπο που πραγμάτωσε την Σάρκωση μεταδίδοντας στον Χριστό τον χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης μας. Με την Πεντηκοστή «αρχίζουν τα έργα του Πνεύματος» συνεχίζει ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, η επίγεια οδός της Εκκλησίας μέσα στην πληρότητα της ζωής της, μέσα στην Χάρη.
Η Πεντηκοστή είναι πάνω απ’ όλα πνευματική γέννηση του ανθρώπου εν Αγίω Πνεύματι. «Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνει ο άνθρωπος Θεός». Κατά την ενανθρώπηση ο Θεός γεννάται μέσα στην σάρκα, γίνεται άνθρωπος. Από την Πεντηκοστή κι ύστερα ο άνθρωπος δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος μπορεί να θεωθεί. Διά του Αγίου Πνεύματος «ο Θεός Λόγος του Πατρός εμβαίνει και εις ημάς», λέει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, «καθώς και εις την κοιλίαν της Αειπαρθένου, τον οποίον τον δεχόμεθα διδασκόμενοι την ευσέβειαν και ευρίσκεται μέσα εις ημάς, ωσάν σπόρος… και ημείς συλλαμβάνομεν αυτόν όχι σωματικώς, καθώς συνέλαβεν αυτόν η Παρθένος και Θεοτόκος Μαρία, αλλά πνευματικώς μεν, ουσιωδώς δε»(94). Μιλώντας στην συνέχεια για την πνευματική γέννηση του ανθρώπου ο άγιος Συμεών υπογραμμίζει την διαφορά από την εν σαρκί γέννηση του Χριστού: «Ότι άλλη είναι η ένσαρκος γέννησις του Θεού Λόγου όπου εγινεν από την Θεοτόκον και άλλη εκείνη όπου γίνεται πνευματικώς από ημάς. Διατί η σαρκική γέννησις, όπου εγέννησε τον Υιόν και Λόγον του Θεού όπου εσαρκώθη, εγέννησε το μυστήριον της αναπλάσεως του ανθρωπίνου γένους, και την σωτηρίαν όλου του κόσμου, όπου είναι ο Κύριος ημών και Θεός Ιησούς Χριστός, όπου ένωσε με τον εαυτόν του τα χωρισμένα, ήγουν τον Θεόν και τον άνθρωπον, και εβάστασε την αμαρτίαν του κόσμου. Αυτή δε η πνευματική γέννησις όπου γεννά πάντοτε με την χάριν του Αγίου Πνεύματος τον Λόγον της γνώσεως του Θεού εις τας καρδίας μας, τελειώνει το μυστήριον της ανακαινουργώσεως των ανθρωπίνων ψυχών και κάμνει την κοινωνίαν και ένωσιν ημών με τον Υιόν και Λόγον του Θεού και Θεόν»(95). Η κατά χάριν «μητρότης» είναι επομένως ένα καθήκον προορισμένο για κάθε άνθρωπο. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια η Θεοτόκος είναι ένα ανθρώπινο ον μοναδικό και ξεχωριστό. Κατά την Πεντηκοστή το Άγιο Πνεύμα δίδεται σ’ Εκείνην, στο Πρόσωπό Της, για να καταστεί το μέσον της θεώσεώς Της• ο δρόμος όμως της ένωσής Της με τον Χριστό είναι δρόμος μοναδικός, γιατί, θα πει ο άγιος Συμεών, «ότι ανίσως εκείνη τον εγέννησε σωματικώς, όμως βεβαιότατα τον είχεν όλον και πνευματικώς μέσα της, και τον έχει και τώρα και πάντοτε ομοίως αχώριστον»(96). Για τον λόγο αυτό κανένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να τοποθετηθεί στην ίδια θέση, όποια κι αν είναι η αγιότητά του, ακόμα και η αποστολική του αγιότητα. Επομένως η εικόνα της Πεντηκοστής είναι μια εικόνα της Εκκλησίας με τα μυστήρια της, την διδασκαλία της, τους θεσμούς της, την αγιότητα της, δηλαδή τις δομές που η Εκκλησία μας προτείνει.
Η Εκκλησία θεμελιώθηκε στην διπλή έλευση του Λόγου και του Πνεύματος μέσα στον κόσμο. Όπως γνωρίζουμε, η οικονομία του Δευτέρου Προσώπου του Θεού, καθώς και του Τρίτου Προσώπου, έχει καθεμιά τον δικό της χαρακτήρα και νόημα. Είναι αδιαίρετες μεταξύ τους και γι’ αυτό στον κανόνα του όρθρου την Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος επαναλαμβάνουμε τον ειρμό της Γέννησης του Χριστού. Πράγματι στο φως του Αγίου Πνεύματος μας αποκαλύπτεται η Θεότητα του Χριστού και η Γέννησή Του ως γέννηση του Θεανθρώπου(97). Οι δύο αυτές οικονομίες δεν μπορούν, κατά τον ίδιο τρόπο, να αναμειχθούν. Τα λόγια του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του αγίου Συμεώνος του Νέου Θεολόγου δείχνουν ξεκάθαρα ότι η Εκκλησία χαράζει ανάμεσά τους ένα όριο αρκετά καθαρό. Μήπως δεν είναι γι’ αυτό που στην Πεντηκοστή εξαιρείται από την εικόνα ο χαρακτήρας της εν σαρκί οικονομίας του Χριστού, δηλαδή η Παρθένος, και δεν παρουσιάζεται ανάμεσα στα πρόσωπα πού έλαβαν το Άγιο Πνεύμα; Η Θεοτόκος δεν συνδέθηκε με την οικονομία του Τρίτου Προσώπου του Θεού, με τα «έργα του Πνεύματος», το ίδιο άμεσα, όπως έγινε με την ενανθρώπηση του Υιού του Θεού. Κατά την οικονομία της σωτηρίας μας ο κυρίαρχος ρόλος Της, δηλαδή ως συμμετεχούσης στην απολύτρωση, είναι πέραν της Πεντηκοστής. Όσον αφορά στην οικονομία του Αγίου Πνεύματος, ο πλήρης αγιασμός της Παρθένου αποτελεί έναν από τους σκοπούς του, αναμφίβολα τον πρώτο, ωστόσο η Παναγία δεν αποτελεί ένα μέσον της σωτηρίας μας, όπως συνέβαινε κατά την οικονομία του Λόγου. Δεχόμενη η Θεοτόκος το Άγιο Πνεύμα, όπως και οι άλλοι, δεν το μεταδίδει σε κανέναν, γιατί αποτελεί την προσωπική δωρεά της θέωσής της(98). Η παρουσία της μέσα στην εικόνα παριστά μια ειδική περίπτωση προσωπικής θέωσης. Καμμία εικόνα, όμως, λειτουργική δεν μπορεί να περιορίζεται σε μια ειδική περίπτωση. Γι’ αυτό μόνο οι απόστολοι εικονίζονται, και δεν πρόκειται στο σημείο αυτό περί ενός αριθμητικού συμβολισμού• επειδή οι απόστολοι δεν είναι μόνο άνθρωποι πού έλαβαν την θέωση αλλά και συνεχιστές του έργου του Χριστού και της Πεντηκοστής, είναι απαραίτητη μόνο η δική τους παρουσία, γιατί είναι οι μόνοι που τελειοποιούν όσα καθιέρωσε ο Χριστός, και μπορούν να μεταδώσουν την εξουσία τους και σ’ άλλους. Μέσω εκείνων εξασφαλίζεται η συνεχής έκχυση της χάρης του Αγίου Πνεύματος, πού αρδεύει το σώμα της Εκκλησίας. Δεν είναι επομένως επί της Θεοτόκου, αλλά επί των αποστόλων θεμελιωμένη η επίγεια Εκκλησία• τα μυστήρια και την διδασκαλία δεν τα λαμβάνει από την Παναγία αλλά από τους αποστόλους• γι’ αυτό και το Πιστεύω χαρακτηρίζει την Εκκλησία ως «αποστολική» κι όχι «θεομητορική».
Η παρουσία της Θεοτόκου απαλείφει τα όρια ανάμεσα στην οικονομία του Υιού και του Πνεύματος. Συγχέει ό,τι χαρακτηρίζει το μυστήριο «της αναπλάσεως του ανθρωπίνου γένους» με το μυστήριο της «ανακαινίσεως των ανθρωπίνων ψυχών δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος»• συγχέει δηλαδή ό,τι αφορά στην φύση με ό,τι αναφέρεται στα πρόσωπα(99). Η Πεντηκοστή γίνεται μ’ άλλα λόγια μια απλή συνέχεια της σάρκωσης. Η Θεοτόκος παίρνει την κεντρική θέση σε μια τριαδική εικόνα. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια αντινομία: η εικόνα της Πεντηκοστής είναι μια καθαρά τριαδική εικόνα και κατ’ αυτήν την έννοια ξεπερνά την εικόνα της Θεοτόκου. Η παρουσία Της καλύπτει το ουσιαστικό στοιχείο της εικόνας – την Αγία Τριάδα. Όσο βαθιά και αν είναι η προσκύνηση της Θεοτόκου μέσα στην Ορθοδοξία δεν μπορεί να επικαλύψει την προσκύνηση των Τριών Προσώπων του Θεού. Η εικόνα της Πεντηκοστής, όπως είδαμε, είναι και εικόνα της Εκκλησίας• μας δίνει τους κανόνες της θέωσης του ανθρώπου. Υπ’ αυτή την έννοια είναι υποδεέστερη της εικόνας της Θεοτόκου γιατί η Θεοτόκος ξεπερνά κάθε κανόνα και η παρουσία της εδώ θα ελαχιστοποιούσε την μοναδική της αξία. Θέλοντας να τιμήσουμε την Παναγία θα καταλήγαμε στο αντίθετο αποτέλεσμα.
Η εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος στους αποστόλους είναι η μόνη εικόνα, το επαναλαμβάνουμε, που αναπαριστά άμεσα την οικονομία του Τρίτου Προσώπου. Γι’ αυτό τον λόγο μας δείχνει ό,τι χαρακτηρίζει αυτή την οικονομία, την συνεχή Πεντηκοστή μέσα στην Εκκλησία, διαστέλλοντάς την στο έπακρο από το ιστορικό γεγονός, σύμφωνα και με την ακολουθία της εορτής. Δια του ιστορικού γεγονότος και αποδεσμευόμενη από τις ιδιαιτερότητες του, η εικόνα εκφράζει τα ουσιαστικά στοιχεία της αποκάλυψης που δέχθηκε ο κόσμος κατά την Πεντηκοστή: δηλαδή, την αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος, και την κατ’ εικόνα Της μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, μια ζωή πού εμφορείται και καθοδηγείται από το Άγιο Πνεύμα.
Σημειώσεις
60. Θυμίζουμε ότι πολλά λειτουργικά κείμενα της Πεντηκοστής γράφτηκαν τον Η’ αιώνα από τον μεγάλο θεολόγο άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, υπερασπιστή των εικόνων και έχοντα ιδιαίτερο λόγο προσκύνησης της Θεοτόκου.
61. «Περί ενσαρκώσεως και κατά αρειανών» 8, Ελ. Πατρ. 26, 996C, αναφέρεται από τον V.Lossky, ‘Η μυστική θεολογία’… στο ίδιο, ελλ. μετάφρ., σελ. 211.
62. Λόγος 38, §1, ‘Έργα’, Μόσχα 1892, σελ. 317 (ρωσικά).
63. Τροπάριο της Ζ’ ωδής, του κανόνα της Πεντηκοστής. Βλέπε επίσης στις ευχές της γονυκλισίας την ίδια ημέρα.
64. Λόγος 45 §9, ‘Έργα’, στο ίδιο, σελ. 396 (ρωσικά).
65. ‘Έργα, τόμ. 6, σελ. 83. Αναφέρεται από τον πρωτοπρεσβύτερο Κ. Κωνσταντινώφ: «Η ημέρα της Αγίας Τριάδος» Εφημ. του Πατριαρχείου της Μόσχας, Νο 7, 1958, σελ. 56 (ρωσικά). Πρβλ. Ελ. Πατρ. 32, 332 C.
66. Ο μυστηριώδης αριθμός 12 διατρέχει γενικά τόσο την Παλαιά όσο και την Καινή Διαθήκη συμπεριλαμβανομένης και της Αποκαλύψεως. Κατά το όραμα του αγίου Ιωάννου το τείχος της ουράνιας Ιερουσαλήμ έχει δώδεκα θεμελίους «και έπ’ αυτών δώδεκα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του αρνίου» (Πραξ. ΚΑ’ 14).
67. Στιχηρό του Μ. Εσπερινού.
68. Το κείμενο των Πράξεων, κεφ. Β’, στίχ.14, που σημειώνει τον αριθμό των αποστόλων («Σταθείς δε Πέτρος συν τοις ένδεκα…») δεν συμπεριελήφθη στα αναγνώσματα της εορτής, όπως κι εκείνο που μιλά για την Θεοτόκο.
69. Μια ανάλογη κατάσταση βλέπουμε στην εορτή της «Συνάξεως των Δώδεκα αποστόλων» 30 Ιουνίου, όπου επίσης ο άγιος Ματθίας αντικαθίσταται στον κύκλο των δώδεκα αποστόλων από τον απόστολο Παύλο. Στην Παλαιά Διαθήκη οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ αντιστοιχούν στον αριθμό των υιών του Ιακώβ. Δύο όμως, ανάμεσά τους, (ο Λεβί και ο Ιωσήφ) εξαιρούνται• ο αριθμός δώδεκα συμπληρώνεται από τους υιούς του Ιωσήφ, τον Μανασσή και Εφραίμ (Αριθμ. Α’ 6-15 και 47, Γεν. ΜΗ’ 5).
70. Θυμίζουμε ότι το τροπάριο και το Κοντάκιο της Πεντηκοστής ψάλλονται κατά την χειροτονία του νέου επισκόπου.
71. Η θέση στην κεφαλή του αποστολικού κύκλου μπορεί να ερμηνευθεί ως θέση της κεφαλής της Εκκλησίας αόρατης μετά την ανάληψή Της. Μερικά κείμενα της εορτής επιτρέπουν μια παρόμοια ερμηνεία, ιδιαίτερα το Ευαγγέλιο της Δευτέρας μετά την Πεντηκοστή. Μιλώντας αυτό για τις διάφορες πλευρές του αποστολικού λειτουργήματος καταλήγει με τα επόμενα λόγια του Χριστού: «ου γαρ είσι δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών» (Ματθ. ΙΗ 20).
72. Ιδιόμελο του Στίχου, Δόξα και νυν.
73. V. Lossky, Theologie mystique, στο ίδιο,σελ. 187.
74. Για τον λόγο αυτό, οι αρχαίες παραστάσεις των Συνόδων σχηματίζονται πάνω στο πρότυπο της Πεντηκοστής. Είναι ο πιο κατάλληλος τρόπος αναπαράστασης μιας Συνόδου, γιατί αντιστοιχεί πλήρως στα αποστολικά λόγια: «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν» (Πράξ. ΙΕ’ 28). Τέτοιες παραστάσεις είναι: της δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου (Κωδ. του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνοϋ, στο ίδιο) και του Μηνολογίου του Βασιλείου Β’. του Θ’-ΙΑ’ αιώνα (βλέπε Ch. Diehl, Manuel d’art byzantin, t. 2, σελ. 635, είκ. 308).
75. Ελλ. Πατρ. 36, 445 Α-Β.
76. 2ο τροπάριο της Θ’ ωδής της Παρασκευής μετά την Πεντηκοστή (ρωσικό Πεντηκοστάριο).
77. Στιχηρό ιδιόμελο του Μ. Εσπερινού.
78. Συμεώνος του Νέου Θεολόγου, ‘Ευρισκόμενα, Λόγος Δέκατος πρώτος, εκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 70.
79. Στις εικόνες της Μελλούσης Κρίσεως οι δώδεκα εικονίζονται εις την κεφαλή ολόκληρης της Εκκλησίας. Όσο για την Θεοτόκο βρίσκεται στα δεξιά του Κυρίου, ως προστάτις, μαζί με τον Πρόδρομο, και μεσίτρια του ανθρωπίνου γένους, για όλη την Εκκλησία, επίγεια και ουράνια.
80. V. Lossky Το Πρόσωπο και ηή σκέψη της Αύτού Παναγιότητος Πατριάρχου Σεργίου, στο ‘Πατριάρχης Σέργιος και η πνευματική κληρονομιά του, Μόσχα 1947, σελ. 268, ρωσικά.
81. Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Μυσταγωγία, Ελλ. Πατρ. 61, 685.
82. Κάθισμα του Όρθρου της Πεντηκοστής.
83. Στιχηρό του Εσπερινού της Τετάρτης μετά την Πεντηκοστή (ρωσικό Πεντηκοστάριο).
84. Μπορεί βέβαια να πει κανείς ότι εδώ καταργείται ο 82ος κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Κατά τον κανόνα απαγορεύεται η αντικατάσταση της άμεσης απεικόνισης από ένα σύμβολο και κυρίως της εικόνας του Χριστού από τον αμνό• γενικά απαγορεύεται η συμβολική απεικόνιση των ιστορικών προσώπων. Αλλά εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ιστορικό πρόσωπο αλλά με μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να εκφραστεί διαφορετικά, παρά με αλληγορία. Έχουμε κι άλλα παραδείγματα όπως την απεικόνιση της θάλασσας και του ποταμού Ιορδάνη στην εικόνα της Βαπτίσεως του Χριστού κ.λπ.
85. Η παράσταση της Πεντηκοστής του Τισιανού στον ναό Santa Maria della Salute, στην Βενετία, ή εκείνη του Γκρέκο στην Μαδρίτη απεικονίζουν την πρώτη εκδοχή• η νωπογραφία του Andrea da Firenze στο παρεκκλήσιο του Sainte-Croix στην Φλωρεντία δείχνει το αποστολικό κήρυγμα.
86. L’iconographie de l’art chretien, στο ίδιο, σελ. 594.
87. Απολογισμός της συνελεύσεως του Συλλόγου «Εικόνα» της 9ης Οκτωβρίου 1957, παραγρ.7.
88. Όπως είπαμε στο πρώτο μέρος, αντίθετα προς τις ορθόδοξες εικόνες της καθόδου του Αγίου Πνεύματος, η Παρθένος στις ρωμαιοκαθολικές παραστάσεις του Μεσαίωνα είναι πάντα παρούσα. Ένα ρωμαϊκό προσευχητάρι (Missel) (Καθημερινό και εσπερινό Missel, Dom Gaspar Lefevre, ed Abbaye Saint Andre a Zevenkerken. Lophem-les-Bruges, 1924, σελ. 979) μας δίνει την ακόλουθη εξήγηση της παρουσίας Της: «Είναι απ’ αυτό το πνεύμα, που θα φτάσει δια των αιώνων η θαυμαστή δύναμη της ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ και της ΜΥΣΤΙΚΗΣ θεωρίας προσωποποιημένη στην Σύναξη από τον Πέτρο και την Μαρία. Το Άγιο Πνεύμα που θα εμπνεύσει τους τρεις συγγραφείς βεβαιώνει στον Πάπα και τους συγκεντρωμένους γύρω του Επισκόπους το αλάθητο της διδασκαλίας επιτρέποντας έτσι στην διδάσκουσα Εκκλησία να συνεχίσει την αποστολή του Ιησού… Το Άγιο Πνεύμα αναδεικνύει επίσης πιστές ψυχές, εκτός της ιεραρχίας, όπως της Παρθένου Μαρίας, που συναινούν ευπειθώς στην καθαγιαστική του ενέργεια. Κι αυτή η αγιότητα, που είναι ο θρίαμβος της αγάπης του Θεού μέσα στις καρδιές, αποδίδεται ακριβώς στο τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος που είναι η προσωπική αγάπη του Πατρός και του Υιού». Έτσι ο απόστολος Πέτρος προσωποποιεί την ιεραρχία, το αλάθητο της διδασκαλίας, την διδάσκουσα Εκκλησία και κατ’ επέκταση την πρώτη θέση στην κεφαλή του αποστολικού κύκλου. Η Παρθένος προσωποποιεί την αγιότητα εκτός της ιεραρχίας, την υποταγή στο Άγιο Πνεύμα. Από ορθόδοξη άποψη δεν γίνεται παραδεκτή ούτε η διάκριση μεταξύ δογματικής και μυστικής πλευράς στην πνευματική ζωή (βάσει αυτού του διαχωρισμού δεν θα καταλήγαμε να πούμε ότι ο απόστολος Πέτρος εστερείτο μυστικής ζωής;), ούτε και η σύλληψη του Αγίου Πνεύματος ως «προσωπικής αγάπης του Πατρός και του Υιού». Η ανάλυση αυτού του ζητήματος ξεφεύγει από την έρευνα του θέματος μας. Ακόμα κι από καθολική άποψη είναι παράξενο ότι η Θεοτόκος προσωποποιεί την κοινή αγιότητα των πιστών, δηλαδή ακριβώς ό,τι την διακρίνει εξαιτίας της «αμώμου συλλήψεώς της». Η ενότητά τους πάλι ιστορημένη δι’ ενός προσώπου μόνο δεν αντιστοιχεί στο ουσιαστικό θέμα της εορτής. Στην Πεντηκοστή η εκκλησιαστική ενότητα δεν μπορεί να είναι παρά μια ΠΛΕΙΟ-ΕΝΟΤΗΤΑ κατ’ εικόνα της τριενότητας του Θεού. Η αντικατάστασή της με μια ενότητα άλλης τάξης θα σήμαινε την αλλαγή του ίδιου του νοήματος της εορτής.
89. «Ο σταυρός της Θεοτόκου» στο ‘Θεολογική Σκέψη, Παρίσι 1942, σελ. 10, ρωσικά.
90. Η παράσταση αυτή εικονογραφημένη από ένα μαθητή του πρωτοπρεσβύτερου Σέργιου Μπουλγκάκωφ εικονίζει θαυμάσια τον παραπάνω συλλογισμό. Αφού η Θεοτόκος έλαβε το Άγιο Πνεύμα για όλη την κτίση, το ανθρώπινο πρόσωπο χάνει την κεφαλαιώδη σημασία του. Ο άνθρωπος χάνει την ανθρώπινη υπόστασή του και μένει ένας φωτοστέφανος. Η ζωντανή ποικιλία στάσεων και κινήσεων παραχωρεί την θέση της σε μια σχηματική μονοτονία.
91. Πρέπει να πούμε ότι ενώ ο π. Σ. Μπουλγκάκωφ χρησιμοποιεί συχνά την εικονογραφία για να βεβαιώσει τις προσωπικές του θεολογικές σκέψεις ο επίσκοπος Κασσιανός και ο M. Spassky αναφέρονται απλώς στις εικόνες, χωρίς να θέτουν ζήτημα μέχρι ποιο σημείο εκφράζουν πιστά την διδασκαλία της ορθοδόξου Εκκλησίας.
92. Για να εξηγήσει την παρουσία της Θεοτόκου στην εικόνα της Πεντηκοστής, η επόμενη εκτίμηση υπήρξε ανάμεσα στ’ άλλα πολύ προχωρημένη: «Η εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος χωρίς την Παρθένο είναι μια εικόνα δογματική, ενώ η παρουσία Της την καθιστά μη δογματική». Τι θέλει να πει εδώ δεν είναι σαφές. Εικόνες μη δογματικές δεν υπάρχουν και κυρίως εικόνες των εορτών. Πώς θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια εικόνα του δωδεκαόρτου μη δογματική; Εξάλλου, πώς θα μπορούσε η παρουσία της Θεοτόκου να στερήσει ποτέ την εικόνα από το δογματικό της περιεχόμενο;
93. Ελλ. Πατρ. 36, 436 Α-C.
94. Λόγος Τεσσαρακοστός Πέμπτος, στο ίδιο, σελ. 221.
95. Στο ίδιο, σελ. 222.
96. Στο ίδιο, σελ. 223.
97. Αναρωτιέται κανείς μήπως πρόκειται γι’ αυτήν την διπλή έλευση-θεμέλιο της Εκκλησίας, που συμβολίζεται από τις δυο κεντρικές ακτίνες σε μερικές εικόνες πάνω από την άδεια θέση στην κορυφή των αποστόλων.
98. Δεν μιλάμε εδώ για την μετάδοση της χάρης μέσα από υπαρξιακές σχέσεις μεταξύ αγίων και πιστών της μυστικής παράδοσης• είναι ένας τομέας που δεν αφορά το θέμα μας.
99. Αυτή η σύγχυση είναι το θέμα συζητήσεως δύο μεγάλων θεολόγων της εποχής μας, του πατριάρχη Σεργίου της Μόσχας και του Β. Λόσσκυ.